- τετράενος,
- τετρά-ενος, u. τετρα-ένης, ες, vierjährig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετράενος — ον και τετραένης, άενες Α αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ενος < ΙΕ *eno «έτος» (πρβλ. ἔνος [Ι] «έτος», βλ. και λ. ενιαυτός)] … Dictionary of Greek
τετράενον — τετράενος of four years masc/fem acc sg τετράενος of four years neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραένης — άενες, Α βλ. τετράενος … Dictionary of Greek